-
1 περιγραφή
[пэриграфи] ουσ. Θ. описание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιγραφή
-
2 спецификация
η προδιαγραφ/ή, η περιγραφή, τα χαρακτηριστικά, η ταξινόμηση, ο προσδιορισμός, ο καθορισμόςотгрузочная - η περιγραφή/ο προσδιορισμός των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спецификация
-
3 изображение
изображение с 1) (действие) η περιγραφή, η απεικόνιση 2) (картина) η εικόνα* * *с1) ( действие) η περιγραφή, η απεικόνιση2) ( картина) η εικόνα -
4 краткий
краткий в рази. знач. σύντομος· βραχύς· περιληπτικές (сжатый)' \краткий ответ η λακωνική απάντηση· \краткийое описание η σύντομη περιγραφή* * *в разн. знач.σύντομος; βραχύς; περιληπτικός ( сжатый)кра́ткий отве́т — η λακωνική απάντηση
кра́ткое описа́ние — η σύντομη περιγραφή
-
5 описание
-
6 описание
описан||иес ἡ περιγραφή:\описание примет ἡ περιγραφή τῶν χαρακτηριστικών \описание звезд ἡ ἀστρογραφία· \описание страны ἡ χώρογραφία· не поддается \описаниеию αὐτό δέν περιγράφεται, εἶναι ἀπερίγραπτο. -
7 описание
-я ουδ.1. περιγραφή, παράσταση, απεικόνιση.2. περιγραφή χαρακτηριστικών.3. καταγραφή.4. διαγραφή, σχεδίασμα. -
8 бытописание
η ιστορική περιγραφή-тель (ист.) ο χρονογράφος, ο ιστορικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бытописание
-
9 дескрипция
η περιγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дескрипция
-
10 описание
1. (изображение чего-л. средствами языка) η περιγραφή 2. (перечень) η καταγραφή, ο κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > описание
-
11 опись
η απογραφή, η καταγραφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опись
-
12 паспорт
1. (документ, удостоверяющий личность владельца и его гражданство) το διαβατήριο 2. (регистрационное свидетельство) η προδιαγραφή, η περιγραφή, το πιστοποιητικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паспорт
-
13 патент
το προνόμι/ο ευρεσιτεχνίαςτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η πατέντα (ξεν.)лицензия на - άδεια/έγκριση για το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патент
-
14 портрет
1. (изображение человека или группы людей в живописи, скульптуре или фотографии) η προσωπογραφία, το πορτρέτο (ξεν.) 2. (внешнее описание) η εικόναобобщённый - мат. γενικευμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > портрет
-
15 словесный
(выраженный словами) προφορικός- портрет η περιγραφή (π.χ. του υπόπτου, του εγκληματία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > словесный
-
16 фактографичный
βασιζόμενος σε πραγματικά γεγονότα (χωρίς ανάλυση και σύνοψη)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фактографичный
-
17 характеристика
1. (документ) η επιστολή 2. (описание, определение отличительных свойств) η περιγραφή, ο χαρακτηρισμός, το χαρακτηριστικόпадающая эл. - πτωτική -эксплуатационная - οι οδηγείες εκμετάλλευ-σης/λειτουργίας 3 (логарифма) мат. το χαρακτηριστικό (του λογαρίθμου)4. (характеристическая кривая) η χαρακτηριστική (καμπύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > характеристика
-
18 характеристика
характер||и́стикаж в разн. знач. ὁ χαρακτηρισμός, ἡ περιγραφή:давать \характеристикайстику δίνω χαρακτηρισμό· для \характеристика йстики γιά τήν ἀξιολόγηση. -
19 описание
[απισάνιιε] ουσ. ο. περιγραφή -
20 event space
= sample space; sample description spaceFrench\ \ espace épreuves; espace échantillon; espace des échantillons; espace des événementsGerman\ \ Ereignisraum; StichprobenraumDutch\ \ gebeurtenissenruimte; steekproefruimteItalian\ \ spazio dell'evento; espacio de los eventos; spazio del campioneSpanish\ \ espacio muestralCatalan\ \ espai mostralPortuguese\ \ espaço dos acontecimentos; espaço-amostra; espaço amostralRomanian\ \ -Danish\ \ udfaldsrumNorwegian\ \ utfallsrom; sampelromSwedish\ \ utfallsrumGreek\ \ Ο χώρος εκδηλώσεων; δειγματικός χώρος; δείγμα χώρο περιγραφήFinnish\ \ otosavaruusHungarian\ \ eseménytér; minta helyeTurkish\ \ olay uzayı; örnek uzayı; örnek niteleme uzayıEstonian\ \ sündmuste ruum; valimruumLithuanian\ \ įvykių erdvė; baigčių erdvėSlovenian\ \ prostor vzorcevPolish\ \ przestrzeń zdarzeń; przestrzeń próbyRussian\ \ пространство событий; выборочное пространство; пространство выборок; описание выборочного пространстваUkrainian\ \ простір вибіркиSerbian\ \ простор догађаја; простор узорка; простор описа узоркаIcelandic\ \ úrtaksrúm; útkomurúmEuskara\ \ lagin-espazioFarsi\ \ f zaye pisham dPersian-Farsi\ \ فضاي نمونهArabic\ \ فضاء الحدث؛ فضاء المعاينةAfrikaans\ \ gebeurtenisruimte; steekproefruimteChinese\ \ 事 件 空 间; 样 本 空 间Korean\ \ 표본공간
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιγραφή — outline fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραφή — (σχήματος σε άλλο σχήμα). Ο όρος χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Αν δοθεί στο επίπεδο ένα ν γωνο (*πολύγωνο) τίθεται το πρόβλημα: να περιγραφεί το ν γωνο σε κύκλο και το πρόβλημα: να περιγραφεί κύκλος στο ν γωνο. Το πρώτο σημαίνει: να… … Dictionary of Greek
περιγραφή — η η πράξη και το αποτέλεσμα του περιγράφω, αφήγηση, εξιστόρηση περιστατικού με λόγια: Περιγραφή της μάχης, του τοπίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιγραφῇ — περιγράφω draw a line round aor subj pass 3rd sg περιγραφή outline fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφη — περιγράφω draw a line round aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφῃ — περιγράφω draw a line round pres subj mp 2nd sg περιγράφω draw a line round pres ind mp 2nd sg περιγράφω draw a line round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραφῆι — περιγραφῇ , περιγράφω draw a line round aor subj pass 3rd sg περιγραφῇ , περιγραφή outline fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφηι — περιγράφῃ , περιγράφω draw a line round pres subj mp 2nd sg περιγράφῃ , περιγράφω draw a line round pres ind mp 2nd sg περιγράφῃ , περιγράφω draw a line round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορικό — Περιγραφή οδοιπορίας. Ο όρος ο., με παράλειψη της λέξης βιβλίον, σήμαινε στους αρχαίους χρόνους και στον Μεσαίωνα, σύγγραμμα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από ταξιδιώτες, για την καλύτερη πραγματοποίηση ενός ταξιδιού. Ήταν δηλαδή πρόδρομος των… … Dictionary of Greek
περιγραφαῖς — περιγραφή outline fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραφαί — περιγραφή outline fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)